Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.dɔ.ʒɛn/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
endogène endogènes

endogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

επεξεργασία