εξωγενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξωγενής | η | εξωγενής | το | εξωγενές |
γενική | του | εξωγενούς* | της | εξωγενούς | του | εξωγενούς |
αιτιατική | τον | εξωγενή | την | εξωγενή | το | εξωγενές |
κλητική | εξωγενή(ς) | εξωγενής | εξωγενές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξωγενείς | οι | εξωγενείς | τα | εξωγενή |
γενική | των | εξωγενών | των | εξωγενών | των | εξωγενών |
αιτιατική | τους | εξωγενείς | τις | εξωγενείς | τα | εξωγενή |
κλητική | εξωγενείς | εξωγενείς | εξωγενή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξωγενής, -ής, -ές
- αυτός που προέρχεται από εξωτερικά αίτια.
- (βιολογία), (βοτανική): αυτός που αναπτύσσεται στην επιφάνεια ενός οργανισμού, π.χ. στους μασχαλιαίους οφθαλμούς των φυτών