fundamental
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fundamental |
συγκριτικός | more fundamental |
υπερθετικός | most fundamental |
Επίθετο
επεξεργασίαfundamental (en)
- θεμελιώδης
- ⮡ fundamental principles - θεμελιώδεις αρχές
- ⮡ a fundamental question - θεμελιώδες ζήτημα
- πρωταρχικός
Πηγές
επεξεργασία- fundamental (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- fundamental (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 370, 757. ISBN 9780194325684., λήμμα: θεμελιώδης, πρωταρχικός