παραθετικά
θετικός fundamental
συγκριτικός more fundamental
υπερθετικός most fundamental

  Επίθετο

επεξεργασία

fundamental (en)

  1. θεμελιώδης
    ⮡  fundamental principles - θεμελιώδεις αρχές
    ⮡  a fundamental question - θεμελιώδες ζήτημα
  2. πρωταρχικός
    ⮡  the fundamental meaning of a word - η πρωταρχική έννοια μιας λέξης
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη main