indelible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία en
επεξεργασίαindelible < λατινικά: indelebilis (“άφθαρτος”)
Προφορά
επεξεργασία/ɪnˈdɛləbl/
Επίθετο
επεξεργασίαindelible (en)
- ανεξίτηλος, ανεξάλειπτος
- indelible stain, trace, memory
- που δεν μπορεί να ακυρωθεί