ανεξάλειπτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανεξάλειπτος < αρχαία ελληνική ἀνεξάλειπτος < ἐξαλείφω < ἀλείφω
Επίθετο επεξεργασία
ανεξάλειπτος, -η, -ο
- (λόγιο) που δεν έχει εξαλειφθεί ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- ανεξάλειπτα
- ανεξάλειπτο
- → δείτε τις λέξεις εξαλείφω και αλείφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεξάλειπτος