εξίτηλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εξίτηλος | η | εξίτηλη | το | εξίτηλο |
γενική | του | εξίτηλου | της | εξίτηλης | του | εξίτηλου |
αιτιατική | τον | εξίτηλο | την | εξίτηλη | το | εξίτηλο |
κλητική | εξίτηλε | εξίτηλη | εξίτηλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εξίτηλοι | οι | εξίτηλες | τα | εξίτηλα |
γενική | των | εξίτηλων | των | εξίτηλων | των | εξίτηλων |
αιτιατική | τους | εξίτηλους | τις | εξίτηλες | τα | εξίτηλα |
κλητική | εξίτηλοι | εξίτηλες | εξίτηλα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαεξίτηλος, -η, -ο
- (για χρώμα) που εύκολα εξαλείφεται
- που σβήνεται ή μπορεί να σβηστεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξίτηλος
|