Ετυμολογία

επεξεργασία
readiness < ready + -ness

Ουσιαστικό

επεξεργασία

readiness (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η ετοιμότητα
      Kostas is distinguished by its readiness.
    Ο Κώστας διακρίνεται για την ετοιμότητά του.
  2. (μη μετρήσιμο, ενικός) η προθυμία
      His readiness to help…
    Η προθυμία του να βοηθήσει…
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη willingness