Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
willingness
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
willingness
<
willing
+
-ness
Ουσιαστικό
επεξεργασία
willingness
(en)
(
μη
μετρήσιμο
, ενικός
)
η
προθυμία
⮡
All that he said indicated his
willingness
to sell.
Αυτά που είπε υποδήλωναν την
προθυμία
του να πουλήσει.
≈
συνώνυμα
:
eagerness
και
readiness
Πηγές
επεξεργασία
willingness
-
Oxford Learner's Dictionaries