eagerness
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαeagerness (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- η προθυμία
- ⮡ He accepted with surprising eagerness.
- Δέχτηκε με εκπληκτική προθυμία.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη willingness
- ⮡ He accepted with surprising eagerness.