ενικός         πληθυντικός  
tendency tendencies

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tendency (en)

  • η ροπή, η τάση
    ⮡  I have a tendency to catch colds.
    Έχω ροπή προς τα κρυολογήματα.
    ⮡  He has the tendency to gain fat.
    Έχει τάση να παχύνει.
    ⮡  There is the natural human tendency to embellish the past.
    Υπάρχει η φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.