propensity
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
propensity | propensities |
Ουσιαστικό επεξεργασία
- η ροπή, η επιρρέπεια, η τάση, μια φυσική επιθυμία ή ανάγκη που με κάνει να τείνω να συμπεριφέρομαι με συγκεκριμένο τρόπο
ενικός | πληθυντικός |
propensity | propensities |