Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
επιρρέπεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
επιρρέπει
α
οι
επιρρέπει
ες
γενική
της
επιρρέπει
ας
των
επιρρεπει
ών
αιτιατική
την
επιρρέπει
α
τις
επιρρέπει
ες
κλητική
επιρρέπει
α
επιρρέπει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
επιρρέπεια
<
αρχαία ελληνική
ἐπιρρεπής
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
επιρρέπεια
θηλυκό
το να είσαι
επιρρεπής
σε κάτι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
επιρρέπεια
αγγλικά
:
propensity
(en)
,
tendency
(en)