faculty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
faculty | faculties |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαfaculty (en)
- η Πανεπιστημιακή Σχολή
- ↪ the Law School Faculty - η Νομική Σχολή
- (συνήθως πληθυντικός) η δύναμη, οι σωματικές ή πνευματικές ικανότητες με τις οποίες γεννιέται ένα άτομο
- ↪ mental faculties - πνευματικές δυνάμεις
- ↪ He had all his faculties until the end.
- Είχε όλες του τις δυνάμεις μέχρι τέλους.
- (μόνο ενικός, επίσημο) μια ιδιαίτερη ικανότητα να κάνω κάτι
- ↪ He has a great faculty for learning languages.
- Έχει μεγάλη ικανότητα να μαθαίνει γλώσσες.
- ≈ συνώνυμα: ability, capability και propensity
- ↪ He has a great faculty for learning languages.