ability
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ability | abilities |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ability (en)
- (μόνο ενικός) η ικανότητα, η δυνατότητα, το γεγονός ότι κάποιος ή κάτι μπορεί να κάνει κάτι
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ικανότητα, το ταλέντο
Συγγενικά
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ability - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 385-386. ISBN 9780194325684., λήμμα: ικανότητα