Δείτε επίσης: -ability
      ενικός         πληθυντικός  
ability abilities

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /əˈbɪl.ə.ti/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /əˈbɪl.ə.t̬i/ (ΗΠΑ)
 
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ability (en)

  1. (μόνο ενικός) η ικανότητα, η δυνατότητα, το γεγονός ότι κάποιος ή κάτι μπορεί να κάνει κάτι
    I doubt his ability to do it.
    Αμφιβάλλω για την ικανότητα του να το κάνει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη skill
     αντώνυμα: inability
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η ικανότητα, το ταλέντο

Συγγενικά

επεξεργασία