κλείσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακλείσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κλείνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κλείνω
- θα κλείσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κλείνω