Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σκαρφάλωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σκαρφάλωμα
τα
σκαρφαλώμα
τ
α
γενική
του
σκαρφαλώμα
τ
ος
των
σκαρφαλωμά
τ
ων
αιτιατική
το
σκαρφάλωμα
τα
σκαρφαλώμα
τ
α
κλητική
σκαρφάλωμα
σκαρφαλώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σκαρφάλωμα
<
σκαρφαλώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκαρφάλωμα
ουδέτερο
η ενέργεια του
σκαρφαλώνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
αναρρίχηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκαρφάλωμα
αγγλικά
:
climb
(en)
γαλλικά
:
ascension
(fr)
,
grimpe
(fr)