• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ανάβαση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συνώνυμα
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάβαση οι αναβάσεις
      γενική της ανάβασης* των αναβάσεων
    αιτιατική την ανάβαση τις αναβάσεις
     κλητική ανάβαση αναβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανάβαση < αρχαία ελληνική ἀνάβασις < ἀναβαίνω < βαίνω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ανάβαση θηλυκό

  1. ανέβασμα
  2. αναρρίχηση

Συνώνυμα

επεξεργασία
  • ανέβασμα
  • άνοδος

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • κατάβαση
  • κατέβασμα
  • κάθοδος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ανάβαση
  • αγγλικά : going up (en), ascent (en), climb (en)
  • γαλλικά : montée (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ανάβαση&oldid=6653077"
Τελευταία επεξεργασία στις 21 Μαρτίου 2024, στις 04:03

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • Română
    • Русский
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 21 Μαρτίου 2024, στις 04:03. Page was rendered with Parsoid.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας