Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀναιρέω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
ἀναιρέω
< α
στερητικό
+
αἱρέω
Ρήμα
επεξεργασία
ἀναιρέω
-
ἀναιρῶ
(
συνηρημένο
)
σηκώνω
επάνω, περισυλλέγω
ὁ ἀλιεὺς ὁ τόν νέκυν
ἀναιρῶν
, αὐτὸν εὑρών ἐν τοῖς δικτύοις, ἀντὶ τοῦ
ἀναιρεῖσθαι
καὶ τὰς ἀρχάς κελεύεσθαι τόν νέκυν αὖθις ἐν τῇ θαλάττι ἀφῆκεν
αποκομίζω
αποσύρω
εξαφανίζω
,
καταργώ
,
ακυρώνω
αποκρίνομαι
,
χρησμοδοτώ
παίρνω
απαιτώ
ενταφιάζω