Δείτε επίσης: χρησμοδοτῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

χρησμοδοτώ < (ελληνιστική κοινήχρησμοδοτέω / χρησμοδοτῶ < αρχαία ελληνική χρησμός + δίδωμι

  Ρήμα επεξεργασία

χρησμοδοτώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία