χρησμοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρησμοδοτώ < (ελληνιστική κοινή) χρησμοδοτέω / χρησμοδοτῶ < αρχαία ελληνική χρησμός + δίδωμι
Ρήμα
επεξεργασίαχρησμοδοτώ
Συγγενικά
επεξεργασία- χρησμοδότης
- → δείτε τις λέξεις χρησμός και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρησμοδοτώ | χρησμοδοτούσα | θα χρησμοδοτώ | να χρησμοδοτώ | χρησμοδοτώντας | |
β' ενικ. | χρησμοδοτείς | χρησμοδοτούσες | θα χρησμοδοτείς | να χρησμοδοτείς | (χρησμοδότει) | |
γ' ενικ. | χρησμοδοτεί | χρησμοδοτούσε | θα χρησμοδοτεί | να χρησμοδοτεί | ||
α' πληθ. | χρησμοδοτούμε | χρησμοδοτούσαμε | θα χρησμοδοτούμε | να χρησμοδοτούμε | ||
β' πληθ. | χρησμοδοτείτε | χρησμοδοτούσατε | θα χρησμοδοτείτε | να χρησμοδοτείτε | χρησμοδοτείτε | |
γ' πληθ. | χρησμοδοτούν(ε) | χρησμοδοτούσαν(ε) | θα χρησμοδοτούν(ε) | να χρησμοδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρησμοδότησα | θα χρησμοδοτήσω | να χρησμοδοτήσω | χρησμοδοτήσει | ||
β' ενικ. | χρησμοδότησες | θα χρησμοδοτήσεις | να χρησμοδοτήσεις | χρησμοδότησε | ||
γ' ενικ. | χρησμοδότησε | θα χρησμοδοτήσει | να χρησμοδοτήσει | |||
α' πληθ. | χρησμοδοτήσαμε | θα χρησμοδοτήσουμε | να χρησμοδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | χρησμοδοτήσατε | θα χρησμοδοτήσετε | να χρησμοδοτήσετε | χρησμοδοτήστε | ||
γ' πληθ. | χρησμοδότησαν χρησμοδοτήσαν(ε) |
θα χρησμοδοτήσουν(ε) | να χρησμοδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρησμοδοτήσει | είχα χρησμοδοτήσει | θα έχω χρησμοδοτήσει | να έχω χρησμοδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρησμοδοτήσει | είχες χρησμοδοτήσει | θα έχεις χρησμοδοτήσει | να έχεις χρησμοδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χρησμοδοτήσει | είχε χρησμοδοτήσει | θα έχει χρησμοδοτήσει | να έχει χρησμοδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρησμοδοτήσει | είχαμε χρησμοδοτήσει | θα έχουμε χρησμοδοτήσει | να έχουμε χρησμοδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρησμοδοτήσει | είχατε χρησμοδοτήσει | θα έχετε χρησμοδοτήσει | να έχετε χρησμοδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χρησμοδοτήσει | είχαν χρησμοδοτήσει | θα έχουν χρησμοδοτήσει | να έχουν χρησμοδοτήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρησμοδοτώ