manipulation
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
manipulation | manipulations |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
manipulation (fr) θηλυκό
- ο χειρισμός, η κατεργασία
- (μεταφορικά) η εξαπάτηση, η χειραγώγηση, η χειραγωγία, το τέχνασμα, η αλλοίωση