Δείτε επίσης: Manipulation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

manipulation (en)

  1. ο χειρισμός
  2. το τέχνασμα, η χειραγώγηση

Συγγενικά

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
manipulation manipulations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

manipulation (fr) θηλυκό

  1. ο χειρισμός, η κατεργασία
  2. (μεταφορικά) η εξαπάτηση, η χειραγώγηση, η χειραγωγία, το τέχνασμα, η αλλοίωση

Συγγενικά

επεξεργασία