Manipulation
Γερμανικά (de)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Manipulation | die | Manipulationen |
γενική | der | Manipulation | der | Manipulationen |
δοτική | der | Manipulation | den | Manipulationen |
αιτιατική | die | Manipulation | die | Manipulationen |
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαManipulation (de) θηλυκό