Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειραγωγία οι χειραγωγίες
      γενική της χειραγωγίας των χειραγωγιών
    αιτιατική τη χειραγωγία τις χειραγωγίες
     κλητική χειραγωγία χειραγωγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειραγωγία < ελληνιστική κοινή χειραγωγία < χειραγωγός < αρχαία ελληνική χείρ + ἄγω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.ɾa.ɣoˈʝi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειραγωγία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία