γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό manipulateur manipulateurs
θηλυκό manipulatrice manipulatrices

  Επίθετο

επεξεργασία

manipulateur (fr)

  1. κάποιος που επηρεάζει τους άλλους για να εξυπηρετήσει το δικό του συμφέρον, χειριστικός
  2. ο χειριστής, ο παρασκευαστής

Συγγενικά

επεξεργασία