manipulateur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | manipulateur | manipulateurs |
θηλυκό | manipulatrice | manipulatrices |
Επίθετο
επεξεργασίαmanipulateur (fr)
- κάποιος που επηρεάζει τους άλλους για να εξυπηρετήσει το δικό του συμφέρον, χειριστικός
- ο χειριστής, ο παρασκευαστής
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη manipuler