Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρασκευαστής οι παρασκευαστές
      γενική του παρασκευαστή των παρασκευαστών
    αιτιατική τον παρασκευαστή τους παρασκευαστές
     κλητική παρασκευαστή παρασκευαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρασκευαστής < αρχαία ελληνική παρασκευαστής < παρασκευάζω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική préparateur[1])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρασκευαστής αρσενικό (θηλυκό παρασκευάστρια)

  1. κάποιος που παρασκευάζει κάτι
  2. (επάγγελμα) βοηθητικός συνεργάτης εργαστηρίου που προετοιμάζει τα διάφορα όργανα κι ό,τι άλλο χρειάζεται

  Μεταφράσεις επεξεργασία