↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χειριστικός η χειριστική το χειριστικό
      γενική του χειριστικού της χειριστικής του χειριστικού
    αιτιατική τον χειριστικό τη χειριστική το χειριστικό
     κλητική χειριστικέ χειριστική χειριστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χειριστικοί οι χειριστικές τα χειριστικά
      γενική των χειριστικών των χειριστικών των χειριστικών
    αιτιατική τους χειριστικούς τις χειριστικές τα χειριστικά
     κλητική χειριστικοί χειριστικές χειριστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χειριστικός < ελληνιστική κοινή χειριστικός < χειρίζω < αρχαία ελληνική χείρ (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική manipulative)

  Επίθετο

επεξεργασία

χειριστικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τον χειρισμό
  2. (νεολογισμός) που επιδιώκει να επιβάλλεται στους άλλους ικανοποιώντας την επιθυμία του

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία