χειριστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χειριστικός < ελληνιστική κοινή χειριστικός < χειρίζω < αρχαία ελληνική χείρ (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική manipulative)
Επίθετο επεξεργασία
χειριστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον χειρισμό
- (νεολογισμός) που επιδιώκει να επιβάλλεται στους άλλους ικανοποιώντας την επιθυμία του
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις χειρίζομαι και χέρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χειριστικός
|