Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
accent accents

accent (en)

  1. η προφορά, ο τόνος της φωνής, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιας περιοχής
    ⮡  She speaks English with an American accent.
    Μιλάει Αγγλικά με αμερικανική προφορά.
    ⮡  His accent gave him away.
    Τον πρόδωσε ο τόνος της φωνής του.
  2. ο τόνος, η έμφαση που πρέπει να δώσω σε μέρος μιας λέξης όταν τη λέω
    ⮡  The accent is on the first syllable.
    Ο τόνος είναι στην πρώτη συλλαβή.
     συνώνυμα: stress
  3. ο τόνος, το τονικό σημάδι στη γραφή
    ⮡  There were three accents in Ancient Greek: the acute, the grave, and the circumflex.
    Οι τόνοι της αρχαίας ελληνικής είναι τρεις: η οξεία, η βαρεία και η περισπωμένη.
  4. (μουσική) ο τονισμός ενός τμήματος του μέτρου ή ενός ιδιαίτερου μέρους μιας μελωδίας
ενεστώτας accent
γ΄ ενικό ενεστώτα accents
αόριστος accented
παθητική μετοχή accented
ενεργητική μετοχή accenting

accent (en)

  1. τονίζω, βάζω το σημείο του τόνου σε μια λέξη που γράφω)
    ⮡  Accent the syllable.
    Τόνισε τη συλλαβή.
  2. τονίζω ένα μέρος από κάτι
    ⮡  Her black dress accents her jewelry.
    Το μαύρο της φόρεμα τόνιζε τα κοσμήματά της.



      ενικός         πληθυντικός  
accent accents

  Ετυμολογία

επεξεργασία
accent < λατινική accentus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ak.sɑ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

accent (fr) αρσενικό

  1. ο τρόπος με τον οποίο μιλάει κάποιος και ο οποίος είναι χαρακτηριστικός μιάς περιοχής
  2. η προφορά
    l’accent du Midi - η προφορά της Νότιας Γαλλίας
    accent national - εθνική προφορά
    accent anglais, italien, espéranto - αγγλική, ιταλική, εσπεραντική προφορά
  3. (γλωσσολογία) ο τόνος, το τονικό σημάδι στις λέξεις
  4. (μουσική) ο τονισμός ενός ιδιαίτερου μέρους μιας μελωδίας μέσω της αύξησης της έντασης ενός φθόγγου ή της διάρκειάς του

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία