ενικός         πληθυντικός  
observer observers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
observer < observe + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

observer (en)

  1. ο θεατής, αυτός που παρακολουθεί κάτι
    ⮡  There were observers of the disaster.
    Υπήρξαν θεατές της καταστροφής.
  2. ο παρατηρητής, πρόσωπο που παρακολουθεί μια συνάντηση, μάθημα κτλ. για να ακούσει και να βλέπει αλλά χωρίς να συμμετέχει
    ⮡  The election observer must not have political aspirations in relation to the country they are observing.
    Ο εκλογικός παρατηρητής δεν πρέπει να έχει πολιτικές επιδιώξεις σε σχέση με τη χώρα που παρακολουθούν.
     συνώνυμα: monitor
  3. ο παρατηρητής, πρόσωπο που παρακολουθεί και μελετά συγκεκριμένα γεγονότα, καταστάσεις κτλ. και επομένως θεωρείται ειδικός σε αυτά
    ⮡  Reliable political observers assess that in the following months there will be tension between the government and the political opposition.
    Έγκυροι πολιτικοί παρατηρητές εκτιμούν ότι τους επόμενους μήνες θα υπάρξει ένταση ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση.



  Ετυμολογία

επεξεργασία

observer < λατινικά observo

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔb.sɛʁ.ve/
 

observer (fr)

  1. παρατηρώ
  2. επισημαίνω