observo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | observo | observoj |
αιτιατική | observon | observojn |
observo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | observo | observoj |
αιτιατική | observon | observojn |
observo (eo)