παρατηρητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρατηρητής < ελληνιστική κοινή παρατηρητής < αρχαία ελληνική παρατηρέω / παρατηρῶ ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική observateur[1])
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ti.ɾiˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐τη‐ρη‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρατηρητής αρσενικό (θηλυκό παρατηρήτρια)
- το άτομο που παρατηρεί
- (ειδικότερα) ο επιστήμονας που παρατηρεί και καταγράφει την εξέλιξη ενός φαινομένου, τη συμπεριφορά μιας ομάδας ή ενός ατόμου, οτιδήποτε, γενικά, σχετίζεται με το αντικείμενο της έρευνάς του
- (φυσική) σημείο σχετικιστικής σύγκρισης
- (μειωτικό) το άτομο που αρκείται στο να παρατηρεί, χωρίς να αναλαμβάνει δράση
- κάποιος που παρακολουθεί κάτι, χωρίς να έχει κάποια επίσημη ιδιότητα ή δικαίωμα συμμετοχής
- (στρατιωτικός όρος) το άτομο που εξετάζει τις εχθρικές κινήσεις
- επίσημος εντεταλμένος ενός κράτους ή ενός οργανισμού που συμμετέχει σε συζητήσεις επίλυσης προβλημάτων, χωρίς όμως να έχει δικαίωμα ψήφου ή δικαίωμα επικύρωσης των τυχόν συμφωνιών
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη παρατηρητές οι αντιπρόσωποι διεθνούς οργανισμού, που με ειδική απόφαση μεταβαίνουν σε εμπόλεμες περιοχές, διασφαλίζοντας την εγκυρότητα διαφόρων διαδικασιών
- (επάγγελμα, αθλητισμός) το άτομο που με απόφαση της ομοσπονδίας παρακολουθεί ένα αθλητικό γεγονός και καταγράφει όσα διαδραματίζονται
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη παρατηρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ παρατηρητής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παρατηρητής | οἱ | παρατηρηταί |
γενική | τοῦ | παρατηρητοῦ | τῶν | παρατηρητῶν |
δοτική | τῷ | παρατηρητῇ | τοῖς | παρατηρηταῖς |
αιτιατική | τὸν | παρατηρητήν | τοὺς | παρατηρητᾱ́ς |
κλητική ὦ! | παρατηρητᾰ́ | παρατηρηταί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρατηρητᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρατηρηταῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- παρατηρητής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.