εντεταλμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εντεταλμένος < αρχαία ελληνική ἐντεταλμένος < ἐντέλλομαι / μετοχή παθητικού παρακειμένου εντέλλομαι
Μετοχή επεξεργασία
εντεταλμένος, -η, -ο
- αυτός που πήρε εντολή να κάνει κάτι, ο αρμόδιος, ο υπεύθυνος για κάτι,
- που του έχει δοθεί επίσημη εντολή από επίσημο φορέα να πράξει αναλόγως στο πλαίσιο των δοτών αρμοδιοτήτων του
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- τα εντεταλμένα: οι διαταγές