↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντεταλμένος η εντεταλμένη το εντεταλμένο
      γενική του εντεταλμένου της εντεταλμένης του εντεταλμένου
    αιτιατική τον εντεταλμένο την εντεταλμένη το εντεταλμένο
     κλητική εντεταλμένε εντεταλμένη εντεταλμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντεταλμένοι οι εντεταλμένες τα εντεταλμένα
      γενική των εντεταλμένων των εντεταλμένων των εντεταλμένων
    αιτιατική τους εντεταλμένους τις εντεταλμένες τα εντεταλμένα
     κλητική εντεταλμένοι εντεταλμένες εντεταλμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εντεταλμένος < αρχαία ελληνική ἐντεταλμένος < ἐντέλλομαι / μετοχή παθητικού παρακειμένου εντέλλομαι

εντεταλμένος, -η, -ο

  1. αυτός που πήρε εντολή να κάνει κάτι, ο αρμόδιος, ο υπεύθυνος για κάτι,
  2. που του έχει δοθεί επίσημη εντολή από επίσημο φορέα να πράξει αναλόγως στο πλαίσιο των δοτών αρμοδιοτήτων του

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • τα εντεταλμένα: οι διαταγές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία