Δείτε επίσης: ἐντέλλομαι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εντέλλομαι < αρχαία ελληνική ἐντέλλομαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /enˈde.lo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ντέλ‐λο‐μαι
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐τέλ‐λο‐μαι

εντέλλομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. (λόγιο) λαμβάνω εντολή[1] [2], με διατάσσουν, μου αναθέτουν κάτι
     συνώνυμα: διατάσσομαι, προστάζομαι
  2. (σπάνιο) (λόγιο) δίνω εντολή[1] [2] [3]
     συνώνυμα: διατάσσω, αναθέτω, παραγγέλλω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 εντέλλομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 εντέλλομαιΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)