Ετυμολογία

επεξεργασία
διατάσσομαι < λείπει η ετυμολογία

διατάσσομαι

  1. λαμβάνω διαταγή από έναν ανώτερο, εντολή που συνήθως δεν επιτρέπεται να αμφισβητήσω ή να παραβώ
  2. θέτομαι σε ορισμένη διάταξη, σειρά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία