διατάσσω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διατάσσω < αρχαία ελληνική διατάσσω < διά + τάσσω
Ρήμα
επεξεργασίαδιατάσσω, πρτ.: διέτασσα, στ.μέλλ.: θα διατάξω, αόρ.: διέταξα, παθ.φωνή: διατάσσομαι, μτχ.π.π.: διατεταγμένος
διατάσσω, πρτ.: διέτασσα, στ.μέλλ.: θα διατάξω, αόρ.: διέταξα, παθ.φωνή: διατάσσομαι, μτχ.π.π.: διατεταγμένος