- ΔΦΑ : /ɔʁ.dɔ.ne/
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
ordonner (fr)
- διαρθρώνω, βάζω σε μια ορισμένη τάξη
- ≈ συνώνυμα: agencer, aménager, arranger, classer, disposer, distribuer, organiser, ranger
- ≠ αντώνυμα: déranger, dérégler, embrouiller
- χειροτονώ
- Ordonner un prêtre. Χειροτονώ έναν ιερέα.
- ≈ συνώνυμα: consacrer
- διατάζω, προστάζω
- ≈ συνώνυμα: adjurer, commander, dicter, enjoindre, imposer, prescrire, sommer
- ≠ αντώνυμα: interdire
- εκδίδω διάταγμα
- ≈ συνώνυμα: décider, statuer