Ετυμολογία

επεξεργασία

διαρθρώνω, αόρ.: διάρθρωσα, παθ.φωνή: διαρθρώνομαι, π.αόρ.: διαρθρώθηκα, μτχ.π.π.: διαρθρωμένος

  1. συνδέω κανονικά τα στοιχεία ενός συνόλου
  2. συναρμολογώ αρμονικά τα μέρη ενός όλου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία