Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διαρθρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαρθρωμέν
ος
η
διαρθρωμέν
η
το
διαρθρωμέν
ο
γενική
του
διαρθρωμέν
ου
της
διαρθρωμέν
ης
του
διαρθρωμέν
ου
αιτιατική
τον
διαρθρωμέν
ο
τη
διαρθρωμέν
η
το
διαρθρωμέν
ο
κλητική
διαρθρωμέν
ε
διαρθρωμέν
η
διαρθρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαρθρωμέν
οι
οι
διαρθρωμέν
ες
τα
διαρθρωμέν
α
γενική
των
διαρθρωμέν
ων
των
διαρθρωμέν
ων
των
διαρθρωμέν
ων
αιτιατική
τους
διαρθρωμέν
ους
τις
διαρθρωμέν
ες
τα
διαρθρωμέν
α
κλητική
διαρθρωμέν
οι
διαρθρωμέν
ες
διαρθρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διαρθρωμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
διαρθρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
διαρθρωμένος, -η, -ο
που έχει
διαρθρωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδιάρθρωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διαρθρωμένος
γαλλικά
:
articulé
(fr)
,
structuré
(fr)