structuré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | structuré | structurés |
θηλυκό | structurée | structurées |
Επίθετο
επεξεργασίαstructuré (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | structuré | structurés |
θηλυκό | structurée | structurées |
structuré (fr)