Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀρθρόω < λείπει η ετυμολογία

ἀρθρόω - ἀρθρῶ (συνηρημένο)

  1. προσδένω, στερεώνω με αρμό
    ※  2/3ος κε αιώνας Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 6 @scaife.perseus
    χλανίδες δ’ οὖλαι καταβέβληνται,| θώρακα δ’ ἅπας ἐμπερονᾶται, | κνημὶς δὲ περὶ σφυρὸν ἀρθροῦται
  2. (για λέξεις) παράγω έναρθρους ήχους
  3. (για ανθρώπους) εκφέρω έναρθρο λόγο

Παράγωγα

επεξεργασία