ἀρθρόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀρθρόω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀρθρόω - ἀρθρῶ (συνηρημένο)
- προσδένω, στερεώνω με αρμό
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 6 @scaife.perseus
- χλανίδες δ’ οὖλαι καταβέβληνται,| θώρακα δ’ ἅπας ἐμπερονᾶται, | κνημὶς δὲ περὶ σφυρὸν ἀρθροῦται
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 15, 6 @scaife.perseus
- (για λέξεις) παράγω έναρθρους ήχους
- (για ανθρώπους) εκφέρω έναρθρο λόγο
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀρθρόω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρθρόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.