Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαρθρωτικός η διαρθρωτική το διαρθρωτικό
      γενική του διαρθρωτικού της διαρθρωτικής του διαρθρωτικού
    αιτιατική τον διαρθρωτικό τη διαρθρωτική το διαρθρωτικό
     κλητική διαρθρωτικέ διαρθρωτική διαρθρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαρθρωτικοί οι διαρθρωτικές τα διαρθρωτικά
      γενική των διαρθρωτικών των διαρθρωτικών των διαρθρωτικών
    αιτιατική τους διαρθρωτικούς τις διαρθρωτικές τα διαρθρωτικά
     κλητική διαρθρωτικοί διαρθρωτικές διαρθρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαρθρωτικός < ελληνιστική κοινή διαρθρωτικός < αρχαία ελληνική διαρθρόω + -τικός < διά (δι-) + ἀρθρόω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.aɾ.θɾo.tiˈkos/ & /ði̯aɾ.θɾo.tiˈkos/, /ðʝaɾ.θɾo.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αρ‐θρω‐τι‐κός για όλες τις προφορές

  Επίθετο επεξεργασία

διαρθρωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις διαρθρώνω, αρθρώνω και άρθρο

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαρθρωτικός διαρθρωτική τὸ διαρθρωτικόν
      γενική τοῦ διαρθρωτικοῦ τῆς διαρθρωτικῆς τοῦ διαρθρωτικοῦ
      δοτική τῷ διαρθρωτικ τῇ διαρθρωτικ τῷ διαρθρωτικ
    αιτιατική τὸν διαρθρωτικόν τὴν διαρθρωτικήν τὸ διαρθρωτικόν
     κλητική ! διαρθρωτικέ διαρθρωτική διαρθρωτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαρθρωτικοί αἱ διαρθρωτικαί τὰ διαρθρωτικᾰ́
      γενική τῶν διαρθρωτικῶν τῶν διαρθρωτικῶν τῶν διαρθρωτικῶν
      δοτική τοῖς διαρθρωτικοῖς ταῖς διαρθρωτικαῖς τοῖς διαρθρωτικοῖς
    αιτιατική τοὺς διαρθρωτικούς τὰς διαρθρωτικᾱ́ς τὰ διαρθρωτικᾰ́
     κλητική ! διαρθρωτικοί διαρθρωτικαί διαρθρωτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαρθρωτικώ τὼ διαρθρωτικᾱ́ τὼ διαρθρωτικώ
      γεν-δοτ τοῖν διαρθρωτικοῖν τοῖν διαρθρωτικαῖν τοῖν διαρθρωτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαρθρωτικός < αρχαία ελληνική διαρθρ-ῶ, (όω) + -τικός < διά (δι-) + ἀρθρόω

  Επίθετο επεξεργασία

διαρθρωτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. που δίνει σχήμα και μορφή
  2. επεξηγηματικός

  Πηγές επεξεργασία