διαρθρωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαρθρωτικός < ελληνιστική κοινή διαρθρωτικός < αρχαία ελληνική διαρθρόω + -τικός < διά (δι-) + ἀρθρόω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.aɾ.θɾo.tiˈkos/ & /ði̯aɾ.θɾo.tiˈkos/, /ðʝaɾ.θɾo.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐θρω‐τι‐κός για όλες τις προφορές
Επίθετο
επεξεργασίαδιαρθρωτικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις διαρθρώνω, αρθρώνω και άρθρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία διαρθρωτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαρθρωτικός < αρχαία ελληνική διαρθρ-ῶ, (όω) + -τικός < διά (δι-) + ἀρθρόω
Επίθετο
επεξεργασίαδιαρθρωτικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)
- που δίνει σχήμα και μορφή
- επεξηγηματικός
Πηγές
επεξεργασία- διαρθρωτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.