Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dis.po.ze/

disposer (fr)

  1. διαρθρώνω, βάζω κάτι σε μια ορισμένη τάξη
  2. (+ quelqu'un à...): προδιαθέτω κάποιον ψυχολογικά για κάτι
     συνώνυμα: préparer
  3. υποχρεώνω κάποιον, τον βάζω να κάνει κάτι
     συνώνυμα: inciter, pousser
  4. διαθέτω : "Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε με τα μέσα που διαθέτουμε"


Συγγενικά

επεξεργασία