Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό disposant disposants
θηλυκό disposante disposantes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

disposant (fr)

  • αυτός που κάνει μια δωρεά σε κάποιον άλλο είτε κατά τη διάρκεια της ζωής του είτε με διαθήκη

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη disposer