Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
dispositif dispositifs

dispositif (fr) αρσενικό

  1. επινόημα
  2. συσκευή
  3. (νομικός όρος) τελικό κείμενο μιας δικαστικής απόφασης, μετά την εισαγωγή και τα επιχειρήματα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη disposer