dispositif
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
dispositif | dispositifs |
dispositif (fr) αρσενικό
- επινόημα
- συσκευή
- (νομικός όρος) τελικό κείμενο μιας δικαστικής απόφασης, μετά την εισαγωγή και τα επιχειρήματα
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη disposer