Δείτε επίσης: χειροτονῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
χειροτονώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειροτονῶ, συνηρημένος τύπος του χειροτονέω (αρχαία σημασία: ψηφίζω) < (χείρ) χειρο- +  δείτε  τείνω

χειροτονώ, αόρ.: χειροτόνησα, παθ.φωνή: χειροτονούμαι/χειροτονιέμαι, π.αόρ.: χειροτονήθηκα, μτχ.π.π.: χειροτονημένος

  1. (εκκλησιαστικός όρος, με παθητική φωνή: χειροτονούμαι) τελώ το μυστήριο κατά το οποίο ένας λαϊκός γίνεται διάκονος ή ένας κληρικός ανέρχεται στο βαθμό του πρεσβύτερου ή του επισκόπου
  2. (μεταφορικά, οικείο, με παθητική φωνή: χειροτονιέμαι) ξυλοκοπώ, δέρνω
     συνώνυμα: καταχερίζω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία