χειροτονώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειροτονώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χειροτονῶ, συνηρημένος τύπος του χειροτονέω (αρχαία σημασία: ψηφίζω) < (χείρ) χειρο- + → δείτε τείνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çi.ɾo.toˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χει‐ρο‐το‐νώ
Ρήμα
επεξεργασίαχειροτονώ, αόρ.: χειροτόνησα, παθ.φωνή: χειροτονούμαι/χειροτονιέμαι, π.αόρ.: χειροτονήθηκα, μτχ.π.π.: χειροτονημένος
- (εκκλησιαστικός όρος, με παθητική φωνή: χειροτονούμαι) τελώ το μυστήριο κατά το οποίο ένας λαϊκός γίνεται διάκονος ή ένας κληρικός ανέρχεται στο βαθμό του πρεσβύτερου ή του επισκόπου
- (μεταφορικά, οικείο, με παθητική φωνή: χειροτονιέμαι) ξυλοκοπώ, δέρνω
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειροτονώ | χειροτονούσα | θα χειροτονώ | να χειροτονώ | χειροτονώντας | |
β' ενικ. | χειροτονείς | χειροτονούσες | θα χειροτονείς | να χειροτονείς | ||
γ' ενικ. | χειροτονεί | χειροτονούσε | θα χειροτονεί | να χειροτονεί | ||
α' πληθ. | χειροτονούμε | χειροτονούσαμε | θα χειροτονούμε | να χειροτονούμε | ||
β' πληθ. | χειροτονείτε | χειροτονούσατε | θα χειροτονείτε | να χειροτονείτε | χειροτονείτε | |
γ' πληθ. | χειροτονούν(ε) | χειροτονούσαν(ε) | θα χειροτονούν(ε) | να χειροτονούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειροτόνησα | θα χειροτονήσω | να χειροτονήσω | χειροτονήσει | ||
β' ενικ. | χειροτόνησες | θα χειροτονήσεις | να χειροτονήσεις | χειροτόνησε | ||
γ' ενικ. | χειροτόνησε | θα χειροτονήσει | να χειροτονήσει | |||
α' πληθ. | χειροτονήσαμε | θα χειροτονήσουμε | να χειροτονήσουμε | |||
β' πληθ. | χειροτονήσατε | θα χειροτονήσετε | να χειροτονήσετε | χειροτονήστε | ||
γ' πληθ. | χειροτόνησαν χειροτονήσαν(ε) |
θα χειροτονήσουν(ε) | να χειροτονήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χειροτονήσει | είχα χειροτονήσει | θα έχω χειροτονήσει | να έχω χειροτονήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χειροτονήσει | είχες χειροτονήσει | θα έχεις χειροτονήσει | να έχεις χειροτονήσει | ||
γ' ενικ. | έχει χειροτονήσει | είχε χειροτονήσει | θα έχει χειροτονήσει | να έχει χειροτονήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χειροτονήσει | είχαμε χειροτονήσει | θα έχουμε χειροτονήσει | να έχουμε χειροτονήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χειροτονήσει | είχατε χειροτονήσει | θα έχετε χειροτονήσει | να έχετε χειροτονήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν χειροτονήσει | είχαν χειροτονήσει | θα έχουν χειροτονήσει | να έχουν χειροτονήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειροτονούμαι | χειροτονούμουν | θα χειροτονούμαι | να χειροτονούμαι | ||
β' ενικ. | χειροτονείσαι | χειροτονούσουν | θα χειροτονείσαι | να χειροτονείσαι | ||
γ' ενικ. | χειροτονείται | χειροτονούνταν | θα χειροτονείται | να χειροτονείται | ||
α' πληθ. | χειροτονούμαστε | χειροτονούμασταν χειροτονούμαστε |
θα χειροτονούμαστε | να χειροτονούμαστε | ||
β' πληθ. | χειροτονείστε | χειροτονούσασταν χειροτονούσαστε |
θα χειροτονείστε | να χειροτονείστε | χειροτονείστε | |
γ' πληθ. | χειροτονούνται | χειροτονούνταν | θα χειροτονούνται | να χειροτονούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειροτονήθηκα | θα χειροτονηθώ | να χειροτονηθώ | χειροτονηθεί | ||
β' ενικ. | χειροτονήθηκες | θα χειροτονηθείς | να χειροτονηθείς | χειροτονήσου | ||
γ' ενικ. | χειροτονήθηκε | θα χειροτονηθεί | να χειροτονηθεί | |||
α' πληθ. | χειροτονηθήκαμε | θα χειροτονηθούμε | να χειροτονηθούμε | |||
β' πληθ. | χειροτονηθήκατε | θα χειροτονηθείτε | να χειροτονηθείτε | χειροτονηθείτε | ||
γ' πληθ. | χειροτονήθηκαν χειροτονηθήκαν(ε) |
θα χειροτονηθούν(ε) | να χειροτονηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χειροτονηθεί | είχα χειροτονηθεί | θα έχω χειροτονηθεί | να έχω χειροτονηθεί | χειροτονημένος | |
β' ενικ. | έχεις χειροτονηθεί | είχες χειροτονηθεί | θα έχεις χειροτονηθεί | να έχεις χειροτονηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χειροτονηθεί | είχε χειροτονηθεί | θα έχει χειροτονηθεί | να έχει χειροτονηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χειροτονηθεί | είχαμε χειροτονηθεί | θα έχουμε χειροτονηθεί | να έχουμε χειροτονηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χειροτονηθεί | είχατε χειροτονηθεί | θα έχετε χειροτονηθεί | να έχετε χειροτονηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χειροτονηθεί | είχαν χειροτονηθεί | θα έχουν χειροτονηθεί | να έχουν χειροτονηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χειροτονημένος - είμαστε, είστε, είναι χειροτονημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χειροτονημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χειροτονημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χειροτονημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χειροτονημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χειροτονημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χειροτονημένοι |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειροτονιέμαι | χειροτονιόμουν(α) | θα χειροτονιέμαι | να χειροτονιέμαι | ||
β' ενικ. | χειροτονιέσαι | χειροτονιόσουν(α) | θα χειροτονιέσαι | να χειροτονιέσαι | ||
γ' ενικ. | χειροτονιέται | χειροτονιόταν(ε) | θα χειροτονιέται | να χειροτονιέται | ||
α' πληθ. | χειροτονιόμαστε | χειροτονιόμαστε χειροτονιόμασταν |
θα χειροτονιόμαστε | να χειροτονιόμαστε | ||
β' πληθ. | χειροτονιέστε | χειροτονιόσαστε χειροτονιόσασταν |
θα χειροτονιέστε | να χειροτονιέστε | χειροτονιέστε | |
γ' πληθ. | χειροτονιούνται | χειροτονιόνταν(ε) χειροτονιούνταν χειροτονιόντουσαν |
θα χειροτονιούνται | να χειροτονιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειροτονήθηκα | θα χειροτονηθώ | να χειροτονηθώ | χειροτονηθεί | ||
β' ενικ. | χειροτονήθηκες | θα χειροτονηθείς | να χειροτονηθείς | χειροτονήσου | ||
γ' ενικ. | χειροτονήθηκε | θα χειροτονηθεί | να χειροτονηθεί | |||
α' πληθ. | χειροτονηθήκαμε | θα χειροτονηθούμε | να χειροτονηθούμε | |||
β' πληθ. | χειροτονηθήκατε | θα χειροτονηθείτε | να χειροτονηθείτε | χειροτονηθείτε | ||
γ' πληθ. | χειροτονήθηκαν χειροτονηθήκαν(ε) |
θα χειροτονηθούν(ε) | να χειροτονηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χειροτονηθεί | είχα χειροτονηθεί | θα έχω χειροτονηθεί | να έχω χειροτονηθεί | χειροτονημένος | |
β' ενικ. | έχεις χειροτονηθεί | είχες χειροτονηθεί | θα έχεις χειροτονηθεί | να έχεις χειροτονηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χειροτονηθεί | είχε χειροτονηθεί | θα έχει χειροτονηθεί | να έχει χειροτονηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χειροτονηθεί | είχαμε χειροτονηθεί | θα έχουμε χειροτονηθεί | να έχουμε χειροτονηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χειροτονηθεί | είχατε χειροτονηθεί | θα έχετε χειροτονηθεί | να έχετε χειροτονηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χειροτονηθεί | είχαν χειροτονηθεί | θα έχουν χειροτονηθεί | να έχουν χειροτονηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι χειροτονημένος - είμαστε, είστε, είναι χειροτονημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν χειροτονημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν χειροτονημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι χειροτονημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι χειροτονημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι χειροτονημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι χειροτονημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χειροτονώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας