Δείτε επίσης: ἀνατεθειμένος
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατεθειμένος η ανατεθειμένη το ανατεθειμένο
      γενική του ανατεθειμένου της ανατεθειμένης του ανατεθειμένου
    αιτιατική τον ανατεθειμένο την ανατεθειμένη το ανατεθειμένο
     κλητική ανατεθειμένε ανατεθειμένη ανατεθειμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατεθειμένοι οι ανατεθειμένες τα ανατεθειμένα
      γενική των ανατεθειμένων των ανατεθειμένων των ανατεθειμένων
    αιτιατική τους ανατεθειμένους τις ανατεθειμένες τα ανατεθειμένα
     κλητική ανατεθειμένοι ανατεθειμένες ανατεθειμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
ανατεθειμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναθέτω (μετοχή παρακειμένου του ρήματος ανατίθεμαι)
ΔΦΑ : /a.na.te.θiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανατεθειμένος

ανατεθειμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αναθέτω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)