Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εντολοδόχος οι εντολοδόχοι
      γενική του/της εντολοδόχου των εντολοδόχων
    αιτιατική τον/την εντολοδόχο τους/τις εντολοδόχους
     κλητική εντολοδόχε εντολοδόχοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντολοδόχος < εντολ(ή) + -ο- + -δόχος (< (ελληνιστική κοινή-δόχος < αρχαία ελληνική -δόκος < δέχομαι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εντολοδόχος αρσενικό ή θηλυκό

  • που δέχεται εντολή
    πολλοί εντολοδόχοι υπάλληλοι σε πολυεθνικές υποχρεούνται να μετατεθούν σε εξωτερικό πόστο όταν προκύψουν δουλειές

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία