εντολοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εντολοδόχος < εντολ(ή) + -ο- + -δόχος (< (ελληνιστική κοινή) -δόχος < αρχαία ελληνική -δόκος < δέχομαι)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεντολοδόχος αρσενικό ή θηλυκό
- που δέχεται εντολή
- πολλοί εντολοδόχοι υπάλληλοι σε πολυεθνικές υποχρεούνται να μετατεθούν σε εξωτερικό πόστο όταν προκύψουν δουλειές
Συγγενικά
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- εντολοδόχος πρωθυπουργός: (πολιτική) που έχει λάβει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ασκεί τα σχετικά καθήκοντα, αλλά δεν έχει πάρει ακόμα ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή