εντολέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | εντολέας | οι | εντολείς |
γενική | του του/της |
εντολέα εντολέως |
των | εντολέων |
αιτιατική | τον/την | εντολέα | τους/τις | εντολείς |
κλητική | εντολέα | εντολείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εντολέας < ἐντολεύς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεντολέας αρσενικό ή θηλυκό
- αυτός ή αυτή που δίνει εντολή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εντολή