παρατηρήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παρατηρήτρια < παρατηρητής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παρατηρήτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) θηλυκό του παρατηρητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε παρατηρητής
παρατηρήτρια