σχετικιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σχετικιστικός <
- σχετικισ(μός) + -τικός
- (θεωρία της) σχετικότητας
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /sçe.ti.ci.stiˈkos/
Επίθετο
επεξεργασίασχετικιστικός, -ή, ό
- που αναφέρεται στον σχετικισμό ή τον σχετικιστή ή έχει σχέση με αυτούς[1]
- (φυσική) που αναφέρεται στη θεωρία της σχετικότητας ή συσχετίζεται με αυτήν ως σώμα ή φυσικό μέγεθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχετικιστικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σχετικιστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας