↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχετικιστικός η σχετικιστική το σχετικιστικό
      γενική του σχετικιστικού της σχετικιστικής του σχετικιστικού
    αιτιατική τον σχετικιστικό τη σχετικιστική το σχετικιστικό
     κλητική σχετικιστικέ σχετικιστική σχετικιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχετικιστικοί οι σχετικιστικές τα σχετικιστικά
      γενική των σχετικιστικών των σχετικιστικών των σχετικιστικών
    αιτιατική τους σχετικιστικούς τις σχετικιστικές τα σχετικιστικά
     κλητική σχετικιστικοί σχετικιστικές σχετικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχετικιστικός <
  1. σχετικισ(μός) + -τικός
  2. (θεωρία της) σχετικότητας

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sçe.ti.ci.stiˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

σχετικιστικός, -ή, ό

  1. που αναφέρεται στον σχετικισμό ή τον σχετικιστή ή έχει σχέση με αυτούς[1]
  2. (φυσική) που αναφέρεται στη θεωρία της σχετικότητας ή συσχετίζεται με αυτήν ως σώμα ή φυσικό μέγεθος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία