Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σχετικισμός οι σχετικισμοί
      γενική του σχετικισμού των σχετικισμών
    αιτιατική τον σχετικισμό τους σχετικισμούς
     κλητική σχετικισμέ σχετικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σχετικισμός < σχετικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ο σχετικισμός (el) αρσενικό και ο σχετισμός (el) αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία