σχετικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σχετικισμός < σχετικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ο σχετικισμός (el) αρσενικό και ο σχετισμός (el) αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
σχετικισμός
|
ο σχετικισμός (el) αρσενικό και ο σχετισμός (el) αρσενικό
|