σχετισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαο σχετισμός (el) αρσενικό και ο σχετικισμός (el) αρσενικό
- το να θεωρείς ότι όλες οι ιδιότητες προκύπτουν και ορίζονται πάντα και μόνο σε σχέση με άλλες
- το να μελετάς αυτές τις σχέσεις υπό αυτήν την οπτική
- (γενικότερα) η μελέτη των σχέσεων μεταξύ αντικειμένων, καταστάσεων κτλ.
- ο συσχετισμός, η συσχέτιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία σχετισμός
|